υποκονίω

υποκονίω
Α
1. (σχετικά με φυτό και, ιδίως, αμπέλι) καλύπτω με σκόνη ή με χώμα («τρέφειν δὲ δοκεῑ καὶ ὁ κονιορτὸς ἔνια, καὶ θαλλεῑν ποιεῑν οἷον τὸν βότρυν
διὸ καὶ ὑποκονίουσι πολλάκις, οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾱς ὑποσκάπτουσι», Θεόφρ.)
2. μέσ. ὑποκονίομαι
(για παλαιστή που προετοιμάζεται για αγώνα) τρίβω τις παλάμες τών χεριών μου πάνω στο έδαφος για να τίς καλύψω με σκόνη («οὐδ' ὑποκονίεται τὴν λαβὴν εὔτονον ποιῶν καὶ ἄφυκτον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κονίω «καλύπτω με σκόνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποκόνισις — ίσεως, ἡ, Α [ὑποκονίω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ὑποκονίω* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”